Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2017

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ, Ο ΝΙΚΟΣ ΜΟΥ.




         Το πρώτο φως της καινούργιας μέρας έρευσε μέσα από το μικρό παράθυρο της υπερατλαντικής πτήσης στην Αθήνα. Οκτώ μήνες είχαν περάσει από τότε που είχα μιλήσει για τελευταία φορά στον γιο μου Νικ. Πίσω μου άφησα μια οικογένεια, που ακόμη θρηνούσε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει την απώλεια. Μπροστά μου ήταν ένας γιος, που παρά τα ανθρώπινα ελαττώματα και τις αδυναμίες του, αγαπούσε τον Θεό πιο πολύ από όλους ή καθετί στον κόσμο, πιο πολύ από την ζωή που του




παρείχαμε, πιο πολύ από το αυτοκίνητο του, πιο πολύ από το σχολείο που παρακολουθούσε, πιο πολύ από την οικογένεια του. Τι θα του έλεγα, όταν θα έφτανα στο μοναστήρι; Πως θα με υποδεχόταν; Τι θα έβρισκα εκεί; Τα ερωτήματα αυτά στροβιλιζόταν στο μυαλό μου.

         Από το ταξίδι μας στο Άγιο Όρος, είχα παλέψει με τις αποφάσεις του γιου μου, προσπαθώντας να συμφιλιώσω την πίστη μου με τις αμφιβολίες μου. Προσπαθούσα, ακόμη και τώρα, να αντικαταστήσω τον Θεό με τον εαυτό μου, στην στοργή Του; Βυθισμένος στην κοσμικότητα μου, είχα ξεχάσει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός καλεί όλους τους οπαδούς Του να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από τον κόσμο;

Ο Ματθαίος στο 12:24 λέει:

         «Μετά είπε ο Ιησούς στους μαθητές του, όποιος άνθρωπος με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας κουβαλήσει τον σταυρό του ακολουθώντας με.».

         Εκτός από μια επίσκεψη της γιαγιάς του και του θείου του στο μοναστήρι, δεν υπήρξε καμιά άλλη επαφή με τον Νίκο για οκτώ μήνες. Είχε περάσει έναν ολόκληρο χειμώνα στο μοναστήρι, ψηλά στα βουνά, κάτω από δυσχερείς και πρωτόγονες συνθήκες. Αν το είχε ξανασκεφτεί και μετανιώσει, τώρα ήταν η στιγμή που θα το διαπίστωνα. Αν θα κατάφερνα να τον φέρω σπίτι, θα τον έκανα δυστυχισμένο; Αν δεν τα κατάφερνα, η οικογένεια μου θα μπορούσε ποτέ να  ξεπεράσει τον πόνο της απώλειας του; Νιώσαμε αποξενωμένοι από την ζωή του Νίκου και η γυναίκα μου Άννα θρηνεί βαθιά για τον γιο της, με τον οποίο ήταν τόσο δεμένη και για τα εγγόνια που δεν θα αποκτήσει ποτέ από εκείνον. Σαν γονείς είχαμε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής μας, υποστηρίζοντας τους δύο μονάκριβους γιους μας, συναισθηματικά και οικονομικά και τους προετοιμάσαμε για να γίνουν πετυχημένοι άνθρωποι της κοινωνίας. Τώρα, μετά από όλα αυτά τα χρόνια προσπάθειας και αγωνίας, ο ένας από τους δύο  επέλεξε να μην είναι μέρος πια αυτού του σκηνικού. Παράτησε την σχολή του, ένα χρόνο προτού την ολοκληρώσει και πάρει το πτυχίο του, και με αυτή του την πράξη απέρριψε τον κόσμο, με την ζωή που ονειρευόμασταν για αυτόν. Αυτό το συναίσθημα της απόρριψης ροκανίζει την ψυχή κάθε μέλους,  της οικογένειας του, νιώθοντας σαν  να τους απέρριψε και αυτούς με αυτή του την πράξη. Τον είχαμε απογοητεύσει;

         Η έλλειψη επικοινωνίας, κυρίως, είχε άσχημη  επίπτωση πάνω σε όλους μας. Ρίχναμε το φταίξιμο στους πάντες για την δύσκολή μας θέση και ειδικότερα στους εαυτούς μας. Ο Νίκος είχε γίνει το επίκεντρο των συζητήσεων μας. Όλοι μας θέλαμε να κατανοήσουμε την αιτία της πράξεως του. Λέγαμε ότι το έκανε για να αποφύγει τις ευθύνες,  ότι ο πνευματικός του πατέρας αποφάσιζε γι’ αυτόν, ότι το έσκαγε αντί να κάτσει να δουλέψει για μια καλύτερη κοινωνία. Σκεφτήκαμε ότι φέρθηκε εγωκεντρικά και εγωιστικά, διχάζοντας και καταστρέφοντας την οικογένεια μας, για να μην αναφέρω ότι καταδίκασε τον εαυτό του σε μια ζωή μιζέριας και ανασφάλειας. Μας έτρωγε η όλη κατάσταση. Νιώθαμε όλοι παραγκωνισμένοι και προδομένοι.

         Θέλαμε να προσαρμοστεί στον κόσμο, να κάνει ότι κάνουν όλοι, όμως αυτός είχε διαλέξει άλλο μονοπάτι. Το μονοπάτι που είχε διαλέξει όμως μας έφερε σε μια πιο επικεντρωμένη προσέγγιση του κόσμου που αρνήθηκε, μια προσέγγιση, που στην πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με την Ορθόδοξη πίστη μας. Είναι μια πίστη που απαιτεί από εμάς να πατάξουμε τον εγωισμό μας και να γίνουμε ταπεινοί. Ακόμη και εκείνοι που ζουν στον κόσμο, δουλεύουν και έχουν παιδιά, απαιτείται να κρατούν τους εαυτούς τους, εν μέρει αποστασιοποιημένους από την κοσμικότητα. Δεν υπάρχει συμβιβασμός.

         Ο Θεός μας έφερε αντιμέτωπους με αυτήν την άβολη αλήθεια. Ο κόσμος δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει το σπίτι μας. Αν διαλέξουμε να νυμφευτούμε τον Χριστό ή έναν επίγειο σύζυγο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να νυμφευτούμε τον κόσμο. Η Ορθοδοξία διδάσκει ότι τα παιδιά  δεν ανήκουν στις μητέρες και τους πατέρες τους και ότι δεν είναι υποχείρια των οραμάτων των γονιών τους. Τα παιδιά είναι ένα δώρο του Θεού. Δίνονται στους γονείς τους για ένα μικρό διάστημα, στο οποίο τίθενται να τα αναθρέψουν με το θέλημα του Θεού και μετά από αυτό καθοδηγεί το καθένα από αυτά όπως Εκείνος θέλει. Το χρέος των γονιών δεν είναι να προετοιμάσουν τα παιδιά για να προσαρμοστούν άνετα στην κοινωνία, αλλά να γίνουν ποιμένες των ψυχών τους, προετοιμάζοντας τα να αντιμετωπίσουν τον αντιχριστιανικό κόσμο στον οποίο ζούμε.

         Ενώ το αεροπλάνο μου προσγειωνόταν στο διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, σκεφτόμουν το ταξίδι που ξεκίνησε ο παππούς μου εκατό χρόνια πριν, φτάνοντας στην Αμερική. Είχε κλείσει ο κύκλος τώρα πια, με το δισέγγονο του να έχει επιστρέψει για να μείνει στην Ελλάδα. Τώρα μια νέα γενιά ήταν έτοιμη να βιώσει την απώλεια και τον χωρισμό των παιδιών που ζουν μακριά. Η Ελλάδα βρισκόταν στην ωδίνη της οικονομικής κρίσης. Οι μεθυστικές ημέρες της αχαλίνωτης σπατάλης και της άνεσης είχαν γκρεμιστεί σαν σπίτι φτιαγμένο από τραπουλόχαρτα. Η Αθήνα τώρα αντικατόπτριζε τις δύσκολες στιγμές που ζούσαν οι Έλληνες, ήταν μελαγχολική και παρακμάζουσα, κρύα και γκρίζα. Ο κουνιάδος μου, ο Θάνος, με παρέλαβε από το αεροδρόμιο και με πήγε στο μικρό, ταπεινό διαμέρισμα, στο οποίο είχε περάσει την μισή και παραπάνω ζωή της η πεθερά μου, Μαρία. Φάνηκε πολύ χαρούμενη που με είδε, όταν αγκαλιαστήκαμε. Η Μαρία ήταν ο μόνος γονιός που μου είχε μείνει στον κόσμο και εκτιμούσα ιδιαίτερα την πολύτιμη συμβουλή της.  Πάντα έτοιμη να περιποιηθεί τα παιδιά της, είχε ήδη στρώσει το τραπέζι για να μας καλωσορίσει.

         Οι φωτογραφίες της οικογένειας της, πάντα παρούσες την περιστοίχιζαν. Ο μικρότερος αδερφός της είχε πεθάνει δύο μήνες πριν από καρκίνο και η φωτογραφία του συντρόφευε αυτές του μεγαλύτερου αδερφού της και του συζύγου της, στο μικρό τραπεζάκι. Φαινόταν γερασμένη, ντυμένη όπως ήταν στην μαύρη φορεσιά του θρήνου. Συνηθισμένη στις αντιξοότητες, ως παιδί της Γερμανικής κατοχής και του μετέπειτα εμφυλίου πολέμου, είχε γνωρίσει την φτώχεια και την πείνα. Καταλάβαινα πόσο  βαθιά ένιωθε τον πόνο της κόρης της, όμως παρέμενε στωική, στην αντιμετώπιση άλλης μιας οικογενειακής κρίσης.

         Την επόμενη μέρα, περπάτησα ως το καινούργιο διαμέρισμα του Θάνου, που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι της μητέρας του, για να δω την οικογένεια του. Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα και αποφασίσαμε να πάμε τον δίχρονο γιο του στο πάρκο. Για λίγο ξεχάστηκα με το μικρό παιδί, νιώθοντας και πάλι την χαρά του να βλέπεις έναν μικρούλη να παίζει. Γελάσαμε με τα παιχνίδια του μαζί με τα άλλα παιδάκια που ήταν εκεί. Μου θύμισε τα δικά μου παιδιά στην ίδια ηλικία, πράγμα που φάνταζε πια μια πολύ μακρινή ανάμνηση, που έβγαινε στην επιφάνεια της ξεθωριασμένης μου μνήμης. Ο Θάνος και εγώ ξεκινήσαμε νωρίς το άλλο πρωί για το μοναστήρι, που ήταν ένα τρίωρο ταξίδι προς τον βορρά. Στην διαδρομή χαριτολογούσαμε μιλώντας για το τώρα και το χθες, μερικές φορές για τον Νίκο, αλλά κυρίως για άλλα θέματα. Ήταν φανερό ότι τα πράγματα ήταν οξυμμένα στην Ελλάδα και στο όριο για να γίνουν χειρότερα. Ο Θάνος θεωρούσε τον εαυτό του έναν από τους τυχερούς, που είχαν ακόμη μια καλοπληρωμένη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα. Ακούγοντας τον, όμως, κατάλαβα ότι ήταν ανήσυχος για την σταθερότητα της δουλειάς του, την δουλειά της γυναίκας του και για το μέλλον του γιου του. Οι χιονισμένες κορυφές στην διαδρομή μας,  ερχόταν σε αντίθεση με το πράσινο, στο οποίο άρχισαν να ντύνονται οι πεδιάδες. Βρισκόμασταν στη μέση της Σαρακοστής,  μιας εποχής πνευματικής ανανέωσης και αναγέννησης, που συμβάδιζε με την αρχή της άνοιξης.

         Βγαίνοντας από την εθνική οδό, μπήκαμε στον ανηφορικό δρόμο, τον γεμάτο στροφές, στην καρδιά των βουνών, όπου οι κουβέντα σταμάτησε. Οι πεταλούδες στο στομάχι μου πετάριζαν ανεξέλεγκτα, καθώς ψιθύριζα μια προσευχή. Ο πρωινός Όρθρος δεν είχε τελειώσει όταν σταματήσαμε το αυτοκίνητο. Ο Θάνος άναψε τσιγάρο και ξεμούδιαζε τα πόδια του, την ώρα που περνούσα την κεντρική πύλη της τετρακοσίων χρόνων  εκκλησίας, σκύβοντας ταπεινά. Άναψα ένα κερί, φίλησα τις εικόνες και μπήκα στο εσωτερικό του κατάμεστου χώρου. Μόνο μερικές ακτίνες φωτός κατάφερναν να μπουν από το στενό παράθυρο, προσπαθώντας να φωτίσουν το σκοτεινό εσωτερικό του. Υπήρχε πληθώρα προσκυνητών και με δυσκολία μπορούσα να ξεχωρίσω τον γιο μου. Τα μάτια μας επιτέλους διασταυρώθηκαν. Μπορώ να πω ότι μου φάνηκε έκπληκτος, όπως επίσης και φοβισμένος. Μου χαμογέλασε.

         Όταν τελείωσε η λειτουργία ήρθε κοντά μου. Αφού κοντοσταθήκαμε για λίγο, αγκαλιαστήκαμε. Περπατήσαμε μαζί έξω στο φως του ήλιου. Ο Νίκος είχε κουρευτεί τρεις μέρες πριν, ως νεόφυτος και τα μαλλιά του ήταν πολύ κοντά. Η αλογοουρά είχε φύγει και το μούσι μόλις που άρχιζε να ξαναφυτρώνει. «Μπαμπά, δεν το πιστεύω ότι είσαι πραγματικά εδώ! Έχασες την χειροτόνηση μου για τρεις μέρες!». Παρόλο που έδειχνε αδυνατισμένος, ήταν χαρούμενος, όλο ζωή. Φορούσε το μαύρο ράσο και ένα μαύρο σκουφί. Οι μπότες του ήταν γεμάτες λάσπη,  από το λιωμένο χιόνι, που έβλεπες παντού. Περάσαμε λίγη ώρα με τον Θάνο, προτού φύγει για την Αθήνα. «Η Γιαγιά σου στέλνει την αγάπη της. Να μας πεις, αν χρειάζεσαι οτιδήποτε Νικολάκι!», του είπε προτού μπει στο αυτοκίνητο του.  Τον παρακολουθήσαμε, μέχρι που το αμάξι του χάθηκε στον λόφο.

         Ο εν ενεργεία ηγούμενος μου έδωσε την ευχή του να μείνω στην Μονή με τον Πατέρα Παντελεήμων, τον ως τώρα γνωστό Νίκο, για την οικογένεια και τους φίλους του, στο κελί του. Ζεσταινόταν με ένα πέτρινο τζάκι, που το τροφοδοτούσαμε με ξύλα όλη την νύχτα για να απομακρύνουμε την βραδινή παγωνιά. Για τις επόμενες πέντε μέρες,  προσάρμοσα την ζωή μου στην ρουτίνα του μοναστηριού, βοηθώντας τον γιο μου με τις αρμοδιότητες του, όπου μπορούσα, όπως το άναμμα των καντηλιών, τις πρωινές ώρες στο Καθολικόν. Πηγαίναμε σε λειτουργία τρεις φορές την ημέρα και στα δύο ομαδικά γεύματα στις 10:00π.μ. και στις 6:00μ.μ. Η υπόλοιπη μέρα μοιραζόταν σε πολλές δουλειές, που έπρεπε να γίνουν, για να λειτουργούν σωστά τα πράγματα, όπως μαγείρεμα, καθάρισμα και χειρονακτική εργασία.

         Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που είχα περάσει μια τέτοια Σπαρτιατική διαβίωση και μου θύμιζε λίγο τις μέρες μου σαν νέος πεζοναύτης, όταν η ζωή έμοιαζε ανέμελη και η περιπέτεια ήταν σε καθημερινή βάση παρούσα. Τα σκυλιά του μοναστηριού, η Τερατούλα και ο Μπλάκι, έγιναν η παρέα μου μόλις κατάλαβαν ότι ήμουν καλός στο περιστασιακό κέρασμα. Σύντομα φύλαγαν την εξώπορτα μας, μήπως κάποιος παραβιάσει την είσοδο ενός τόσου εύκολου στόχου.

         Ζώντας τόσο κοντά, νομίζω ότι και οι δύο αρχίσαμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλον διαφορετικά. Ο Πατέρας Παντελεήμων είχε αλλάξει σε βασικά πράγματα. Είχε ωριμάσει, φαινόταν πιο χαλαρός και είχε πάντα μια λάμψη στα μάτια του. Ήταν πραγματικά χαρούμενος και άνετος με αυτό που ήταν. Δεν είχε μετανιώσει. Δεν ήταν πια ο νεαρός που τον πείραζαν  οι συνεχείς συμβουλές του πατέρα του και δεν φαινόταν ανήσυχος για το μέλλον. Ίσως να είχα αλλάξει και εγώ, επίσης, πράγμα που το ένιωσε. Είχα ταλαιπωρηθεί και ταπεινωθεί από τα γεγονότα του τελευταίου χρόνου. Καταλαβαίνοντας την λύπη μου, είχε βγει από την σειρά του για να φροντίσει τον χαμένο γέρο του. Με κουκούλωνε με έξτρα μάλλινες κουβέρτες την νύχτα  και ξυπνούσε προτού χαράξει η μέρα για να τροφοδοτήσει την φωτιά, έτσι ώστε να μην είχε κρύο όταν θα  ξυπνούσα. Την νύχτα μου ετοίμαζε ένα φλιτζάνι τσάι  και ανησυχούσε όταν παρέλειπα κάποιο γεύμα. «Τσίμπησε κάτι Μπαμπά!», θα μου έλεγε με χαμόγελο. Αυτό ήταν αρκετό για να μου ραγίσει την καρδιά. Μιλήσαμε για την μαμά του, τον αδερφό του και για όλους όσους ξέραμε και διάβασε το μάτσο γράμματα που του είχα φέρει.

         Οι μέρες κύλησαν. Ήταν τα μικρά πράγματα που θα μου μείνουν από εκείνο το διάστημα, όπως το κρύο που ένιωθα στην σκοτεινή εκκλησία, καθώς πηγαίναμε από καντήλι σε καντήλι για να το γεμίσουμε και να το ανάψουμε. Τα φωτεινά πρόσωπα του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, που μας περιστοίχιζαν και μας κοιτούσαν από ψηλά. Η εκκλησία ήταν σαν ένα είδος χρονομηχανής, ελάχιστα αλλαγμένης στο πέρασμα των αιώνων. Στην απόλυτη ησυχία της, ένιωθες την παρουσία όλων των αμαρτωλών σαν εμένα,  που είχαν προσκυνήσει εκεί. Σχεδόν μπορούσες να ακούσεις τις ψιθυριστές προσευχές τους, μέσα από την ταραχή της ζωής τους από τις κακουχίες, την φτώχια και τον πόλεμο. Το βραδινό γεύμα ήταν μια απλή σούπα, φτιαγμένη από ταχίνι, σκληρό ψωμί και ελιές. Ενώ τρώγαμε, ακούγοντας το ανάγνωσμα, παρακολουθούσα τον γιο μου σαν να ήταν ένας εξωγήινος, που τον παρατηρούσα για πρώτη φορά, προσπαθώντας να απομνημονεύσω τις λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών του.           

         Στο τελευταίο μου πρωινό εκεί, αποφάσισα να σηκωθώ νωρίς για να κάνω μια βόλτα. Ήταν ήσυχα, εκτός από το τιτίβισμα των πουλιών. Παρατήρησα τα γύρω βουνά, τυλιγμένα σε μια απόμακρη ομίχλη και τα λιβάδια που ήταν στολισμένα με αγριολούλουδα, ενώ τα μπουμπουκιασμένα κλαδιά των δέντρων χόρευαν στην απαλή αύρα. Το μοναστήρι άρχισε να σαλεύει, καθώς το φως απλωνόταν.

         Στον Όρθρο άκουσα τον γιο μου να ψέλνει μαζί με άλλους μοναχούς και ένιωσα παραδόξως μια γαλήνη, μια γαλήνη που έρχεται με την αποδοχή. Κάποια στιγμή έφυγε για λίγο για να κάνει κάτι και την ώρα που πέρασε από μπροστά μου, πρέπει να πρόσεξε ότι ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου και παιχνιδιάρικα, αλλά διακριτικά με σκούντησε. Έκανε το ίδιο και όταν επέστρεψε, παίρνοντας την προηγούμενη του θέση, όπου έδειχνε τόσο άνετος. Ήταν τώρα πια ένας άντρας, που όμως είχε αφήσει το μικρό αγόρι από μέσα του να με κρυφοκοιτάξει, χαμογελώντας, για να με καθησυχάσει.

         Προτού φύγω, γονάτισα τρεις φορές μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που κρατούσε με στοργή τον Χριστό παιδί και προσευχήθηκα να μου προσέχει τον γιο μου, γνωρίζοντας πόσο καλά καταλαβαίνει το πως νιώθει ένας γονιός.

         Με κατέβασε με το αυτοκίνητο από τον ορεινό δρόμο στην κοντινή πόλη, για να πάρω το λεωφορείο από τον σταθμό και εκεί το περιμέναμε μαζί. «Θα μου λείψεις!», του είπα, μετά από μια αμήχανη σιωπή. Με κοίταξε θλιμμένα. «Μπαμπά, εμένα ήδη μου λείπεις και ας μην έχεις φύγει ακόμη!». Μιλήσαμε για την μητέρα του και τον αδερφό του. «Θα τους δώσω τα γράμματα σου.», υποσχέθηκα. Ο οδηγός του λεωφορείου είχε ανοίξει τις πόρτες του, τώρα και οι επιβάτες έμπαιναν στην ουρά με τα εισιτήρια τους για να επιβιβαστούν. Τελικά του έδωσα την ευχή μου και του ζήτησα να προσεύχεται για την οικογένεια του, για τους εν ζωή και για τους πεθαμένους. Αγκαλιαστήκαμε. «Σ’ αγαπώ, γιε μου!», του είπα κρατώντας τον στην αγκαλιά μου. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Μπαμπά!». Σκουπίζοντας τα δάκρια μου, ανέβηκα στο λεωφορείο, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

...Βυθισμένος στην κοσμικότητα μου, είχα ξεχάσει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός καλεί όλους τους οπαδούς Του να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από τον κόσμο...

    Ο ίδιος ο Θεός μιλά απ΄ ευθείας στον μέλλοντα μοναχό ή μοναχή (με σημεία, ενδείξεις ή εσωτερικές διαμηνύσεις), είτε μέσω του Πνευματικού του/της.
    Ο μοναχισμός είναι ένας από τους τρόπους για να φτάσει ο άνθρωπος στο "Θείον". Αυτό γίνεται με την απομόνωση, την προσευχή, την άσκηση, την υπακοή στον Γέροντα, την υπηρεσία διακονία και τη νηστεία.

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ
Τούτο το Σχήμα δαίμονες φρίτουσσι
Θεού θέα Θείον Θαύμα
Χριστός Χριστιανοίς χαράν χαρίζει
Φως Χριστού φαίνει πάσι
Τόπος Κρανίου Παράδεισος γέγονε Αδάμ

"Ναι, του Θεού συνεργούντος  μοι, τίμιε Πάτερ"...

"καλό παράδεισο" σε όλους μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου